- ξιδερά
- τα соленья, солёные овощи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξιδερός — ή, ό [ξίδι] 1. ξιδάτος 2. το ουδ. ως ουσ. το ξιδερό δοχείο ξιδιού 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξιδερά λαχανικά που έχουν διατηρηθεί αρκετό καιρό μέσα σε ξίδι … Dictionary of Greek